- μονοειδής
- -ές (ΑΜ μονοειδής, -ές)αυτός που αποτελεί ένα μόνο είδος ή αυτός που αποτελείται από ένα μόνο είδος, απλός, ομοιόμορφος («τότ' ἄν τις ἴδοι αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, εἴτε πολυειδὴς εἴτε μονοειδής», Πλάτ.)αρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ μονοειδέςη ομοιομορφία.επίρρ...μονοειδῶς (Α)1. με μονοειδή τρόπο, ομοιόμορφα2. χωριστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.